This site is 100% ad supported. Please add an exception to adblock for this site.

Greek by radio 31-45

Terms

undefined, object
copy deck
Tουρκία (η)
Turkey
ταχυδρόμος (ο)
postman
φαγητό (το)
food, meal
Ευρώπη (η)
Europe
πάω
I go
σούπα (η)
soup
ψητός, -ή, -ό
roasted
νοσοκομείο (το)
hospital
για
for, about
πιατάκι (το)
saucer
έτοιμος, -η, -ο
ready
έτσι
so, thus
μα
but
ούζο (το)
ouzo
πάμε
let's go!
διακοπές (οι, fem.)
holidays
εργάζομαι
I work
έπιπλο (το)
furniture
κρυολόγημα (το)
cold (illness), chill
χωρίς
without
καταλαβαίνω
I understand
νέος, -α, -ο
new, young
πεινώ
I am hungry
ακριβός, -ή, -ό
expensive
μουσείο (το)
museum
αστυνομικός σταθμός (ο)
police station
ρωσικός, -ή, -ό
Russian
μαγαζί (το)
shop
πρεσβεία (η)
embassy
πιπέρι (το)
pepper
λαχανικά (τα)
vegetables
κάρτα (η)
card, postcard
Παρίσι (το)
Paris
γαλλικός, -ή, -ό
French
πόλη (η)
city
χαιρετώ
I greet
απ' εκεί και πέρα
from there on
κουταλάκι (το)
teaspoon
χολ (το)
hall(way)
πίνω
I drink
σουηδικός, -ή, -ό
Swedish
μαρμελάδα (η)
marmalade, jam
γεμάτος, -η, -ο
full
μουσική (η)
music
ψυγείο (το)
refrigerator
έρχομαι
I come
κάλτσα (η)
sock
φέρε, φέρτε
bring!
αστυνομία (η)
the police
πέρα
beyond
καφενείο (το)
coffee house
απόψε
tonight
Σουηδία (η)
Sweden
διψώ
I am thirsty
κινηματογράφος (ο)
cinema
δέμα (το)
package, parcel
Και
and, too, also
αυγό/αβγό (το)
egg
μπίρα (η)
beer
θέση (η)
place
σηκώνομαι
I get up
φορά (η)
time
ζευγάρι (το)
pair
κουζίνα (η)
kitchen
αεροπλάνο (το)
airplane
λογαριασμός (ο)
bill
πυρετός (ο)
fever
πέρυσι / πέρσι
last year
μαμά (η , pl. μαμάδες)
mama
μέρος (το, pl. τα μέρη)
part, place
τραπεζαρία (η)
dining room
ταβέρνα (η)
restaurant-bar
βέβαιος, -η, -ο
certain
φτηνός, -ή, -ό
cheap
Κάθομαι
I sit
αστυνομικός (ο)
policeman
λέω/λέγω
I say
τηγανιτός, -ή, -ό
fried
περασμένος, -η, -ο
previous, last
σταθμός (ο)
station
τυρί (το)
cheese
μισθός (ο)
salary
πληρώνω
I pay
εστιατόριο (το)
restaurant
ρούχα (τα)
clothes
διευθύντρια (η)
manager (female)
μόνος, -η, -ο
alone, only
ιταλικός, -ή, -ό
Italian
Ελβετία (η)
Switzerland
βραστός, -ή, -ό
boiled
τουρκικός, -ή, -ό
Turkish
Ρώμη (η)
Rome
αρκετά
considerably
κουρτίνα (η)
curtain
προτιμώ
I prefer
χαλί (το)
carpet
κρατώ
I hold
-άκι
(diminutive N. suffix)
περιμένω
I wait (for)
βιτρίνα (η)
shop window
στέκομαι
I stand
γλύκισμα (το)
dessert, cake
άδικο (το)
wrong
ποτό (το)
drink
συναντώ
I meet
εργασία (η)
work
αλάτι (το)
salt
δεν πειράζει
it doesn't matter
φλιτζάνι (το)
cup
μαχαίρι (το)
knife
τίποτα άλλο
nothing else; anything else?
πολυκατοικία (η)
block of flats
σινεμά (το)
cinema
ακόμα/ακόμη
further, yet
σαπούνι (το)
soap
κάθισε, καθίστε
sit!
ετοιμάζω
Ι prepare
ταξιδεύω
I travel
ραδιοφωνικός σταθμός (ο)
radio station
κρέας (το, gen. κρέατος)
meat
κέικ (το)
cake
επιβάτης (ο)
passenger
πρώτα
first (adv.)
πιάτο (το)
plate
προάστιο (το)
suburb
γερμανικός, -ή, -ό
German
ψητό (το)
roast
σαλάτα (η)
salad
χτενίζομαι
I comb myself
πόνος (ο)
pain
ψάρι (το)
fish
κουτάλι (το)
spoon
αίνιγμα (το)
riddle
πλοίο (το)
ship
γεύμα (το)
lunch
αμερικανικός, -ή, -ό
American
μπαμπάς (ο, pl. μπαμπάδες)
papa
γκαρσόν/γκαρσόνι (το)
waiter
κοστούμι (το)
suit
πλένομαι
I wash myself
σαλόνι (το)
living room
μπριζόλα (η)
steak
χωριό (το)
village
ξυπνώ
I wake up
βούτυρο (το)
butter
Φιλώ
I kiss
στα δεξιά
on the right
αποχωρητήριο (το)
toilet (WC)
στα αριστερά
on the left
τρώω / τρώγω
I eat
βοηθώ
I help
δίκιο (το)
right (noun)
μπάνιο (το)
bathroom
ξυρίζομαι
I shave myself
ξενοδοχείο (το)
hotel
άρρωστος, -η, -ο
sick
πονώ
I feel pain
πονόδοντος (ο)
toothache
πάρτι / πάρτυ (το)
party
Τίποτα
nothing
λέξη (η)
word
ενοίκιο (το)
rent
κέντρο (το)
center
υπνοδωμάτιο (το)
bedroom
εφέτος / φέτος
this year
διαμέρισμα (το)
flat
πονοκέφαλος (ο)
headache
πάτωμα (το)
floor, story
περνώ
I pass, spend time
κουδούνι (το)
bell
πατάτα (η)
potato
λίστα (η)
list
ισπανικός, -ή, -ό
Spanish
αγγλικός, -ή, -ό
English
κομμωτήριο (το)
hairdresser's shop, beauty salon
ονομάζομαι
I'm named
ακριβώς
exactly
ψωμί (το)
bread
χτυπώ
I ring
δώρο (το)
gift
θέατρο (το)
theater
γραβάτα (η)
tie
κονιάκ (το)
cognac
εκκλησία (η)
church
πιρούνι (το)
fork
κοτόπουλο (το)
chicken
κατάστημα (το)
shop
Ενοικιάζω
I rent
ντύνομαι
I dress myself
μαζί
together with
δείπνο (το)
dinner, supper

Deck Info

191

permalink